ακανθόγλωσσος

ακανθόγλωσσος
(acanthoglossus). Ατελές θηλαστικό, της τάξης των μονοτρημάτων, της οικογένειας των ακανθογλωσσιδών. Έχει μακρύ σώμα, με χρώμα σκούρο καστανό, πόδια κοντά και ρύγχος λεπτό και σωληνωτό. Η ουρά του είναι υποτυπώδης και το σώμα του είναι καλλυμένο στη ράχη και στα πλάγια με αγκάθια. Ζει μέσα σε κοιλώματα που ανοίγει στο έδαφος με τα νύχια του και είναι νυχτόβιο ζώο. Τρέφεται με σκουλήκια και έντομα και, κυρίως, με μυρμήγκια, που τα πιάνει με τη μακριά, αγκαθωτή και λεπτή γλώσσα του. Ο α. είναι ζώο της Αυστραλίας και της Νέας Γουινέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”